- σύμμεικτος
- -η, -ο / σύμμεικτος, -η, -ον, ΝΜΑ, και σύμμειχτος, -η, -ο, Ν, και τ. θηλ. -ος, Αβλ. σύμμικτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύμμεικτος — commingled masc/fem nom sg σύμμικτος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύμμεικτος — σύμμεικτος , σύμμεικτος commingled masc/fem nom sg σύμμεικτος , σύμμικτος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμεικτον — σύμμεικτος commingled masc/fem acc sg σύμμεικτος commingled neut nom/voc/acc sg σύμμικτος masc/fem acc sg σύμμικτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμείκτοις — σύμμεικτος commingled masc/fem/neut dat pl σύμμικτος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμείκτους — σύμμεικτος commingled masc/fem acc pl σύμμικτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμείκτων — σύμμεικτος commingled masc/fem/neut gen pl σύμμικτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμεικτα — σύμμεικτος commingled neut nom/voc/acc pl σύμμικτος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμεικτοι — σύμμεικτος commingled masc/fem nom/voc pl σύμμικτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμικτος — η, ο / σύμμεικτος, ον, ΝΜΑ και σύμμεικτος, η, ο, Ν, και σύμμικτος, ον, και τ. θηλ. συμμεικτη, Α [συμμ(ε)ιγνύω] αναμεμιγμένος, ανάμικτος, μικτός αρχ. 1. ποικίλος, διάφορος 2. σύνθετος 3. φρ. «σύμμεικτον εἶδος» ο Μινώταυρος (Ευρ.). επίρρ...… … Dictionary of Greek
ξύμμεικτον — σύμμεικτον , σύμμεικτος commingled masc/fem acc sg σύμμεικτον , σύμμεικτος commingled neut nom/voc/acc sg σύμμεικτον , σύμμικτος masc/fem acc sg σύμμεικτον , σύμμικτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)